- αντιπέραιος
- ἀντιπέραιος, -α, -ον (Α)1. αυτός που βρίσκεται στην απέναντι μεριά, όχθη ή ακτή2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἀντιπεραίαη απέναντι χώρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀντιπέραιον — ἀντιπέραιος lying over against masc acc sg ἀντιπέραιος lying over against neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπέραια — ἀντιπέραιος lying over against neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπέραι' — ἀντιπέραια , ἀντιπέραιος lying over against neut nom/voc/acc pl ἀντιπέραιε , ἀντιπέραιος lying over against masc voc sg ἀντιπέραιαι , ἀντιπέραιος lying over against fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιπεραίαν — ἀντιπεραίᾱν , ἀντιπέραιος lying over against fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)